Η ενεργός Ρύθμιση Σταθερής Ταχύτητας ACC αποτελεί μια εξέλιξη της συμβατικής Ρύθμισης Σταθερής Ταχύτητας FGR. Έχει προστεθεί μια άνετη ρύθμιση της απόστασης και της ταχύτητας μέσω αυτόματης επέμβασης στην διαχείριση του κινητήρα και στην επενέργεια των φρένων.
Ένας αισθητήρας ραντάρ καταγράφει την απόσταση, τη γωνία και την ταχύτητα των κινούμενων αντικειμένων μπροστά από το ίδιο το αυτοκίνητο. Ο οδηγός μπορεί να προεπιλέξει μία επιθυμητή ταχύτητα στην περιοχή από 30 km/h έως 180 km/h. (Στο ACC σε βήματα των 10 km/h, στο ACC2 αδιαβάθμητα) η ταχύτητα απεικονίζεται στο ταμπλό οργάνων. Επιπλέον υπάρχει η δυνατότητα, να γίνει επιλογή ανάμεσα σε τρεις καθορισμένες σταθερές χρονικές βαθμίδες αποστάσεις. Αυτό σημαίνει, ότι η απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο μεταβάλλεται ανάλογα με την ταχύτητα.
Το ACC είναι ένα σύστημα άνεσης, για αυτό και οι επεμβάσεις του οδηγού έχουν μια υψηλότερη προτεραιότητα από ότι μία ρύθμιση ACC.
Το ACC προσφέρει στον οδηγό τις ακόλουθες λειτουργίες:
Για μία ασφαλή λειτουργία του ACC έχουν προβλεφτεί περιορισμοί για τα ακόλουθα μεγέθη:
Αν το ACC δεν είναι σε θέση να ρυθμίζει την επιλεγμένη απόσταση, τότε ενεργοποιείται ένα σήμα, ότι ο οδηγός θα πρέπει να αναλάβει τον έλεγχο. Η λυχνία ”Αντικείμενο ανιχνεύτηκε” αρχίζει να αναβοσβήνει.
Αν στη λειτουργία του ACC επιτευχθούν τα όρια λειτουργίας του συστήματος, τότε το σύστημα μπορεί να παρουσιάσει μία συμπεριφορά, την οποία ο οδηγός δεν θα είναι σε θέση να την εξηγήσει. Στη συνέχεια περιγράφονται τέτοιες καταστάσεις
Από τη μια πλευρά ο αισθητήρας ραντάρ διαθέτει μία περιορισμένη εμβέλεια που είναι 120 m, από την άλλη πλευρά το σύστημα ACC έχει στην διάθεσή του μέσω του DSC μόνο μια μέγιστη επιβράδυνση μέχρι τα 2,0 m/s2. Το ACC μπορεί λοιπόν έτσι να ρυθμίσει αυτόματα μόνο μία περιορισμένη σχετική ταχύτητα. Αν το σύστημα φτάσει στα όρια λειτουργίας του, τότε ζητείται από τον οδηγό μέσω της λυχνίας ”Αντικείμενο - ανιχνεύτηκε” που αναβοσβήνει να αναλάβει τον έλεγχο.
Λόγω της περιορισμένης πλευρικής ζώνης ανίχνευσης μπορεί να χαθεί το προπορευόμενο αυτοκίνητο κατά την κίνηση σε στροφές. Το αυτοκίνητο με ACC δεν θα επιταχύνει σε μία στροφή στην επιθυμητή ταχύτητα για περ. 2 s, για να μην πλησιάσει πολύ το προπορευόμενο αυτοκίνητο που ίσως δεν ανιχνεύτηκε για μικρό χρονικό διάστημα.
Κατά την οδήγηση σε ευθεία μπορεί να προκύψει μία καθυστερημένη αντίδραση, όταν ένα άλλο αυτοκίνητο μπει στη λωρίδα κυκλοφορίας πολύ κοντά μπροστά από το αυτοκίνητο. Αυτό το αυτοκίνητο ανιχνεύεται μόλις βρεθεί πλήρως στη λωρίδα κυκλοφορίας του αυτοκινήτου με ACC.
Όταν το σύστημα ”τυφλωθεί” από υπερβολική χιονόπτωση τότε απενεργοποιείται. Μετά τον καθαρισμό του αισθητήρα ραντάρ μπορεί πάλι να ενεργοποιηθεί.
Σε παρατεταμένες ρυθμιστές επεμβάσεις του ASC ή του DSC, δηλαδή σε κρίσιμες τιμές συντελεστή πρόσφυσης, απενεργοποιείται το σύστημα. Μπορεί και πάλι να ενεργοποιηθεί.
Και στις δύο περιπτώσεις όταν επανενεργοποιείται εκ νέου το ACC μεταβαίνει στην μεγάλη χρονική απόσταση των 2 s.
Αυτές αναγνωρίζονται από τον οδηγό, όταν δεν ανάβει η λυχνία ”Αντικείμενο-ανιχνεύτηκε”, το αυτοκίνητο όμως παραμένει κάτω από την επιθυμητή ταχύτητα και δεν επιταχύνει πια άλλο.
Η συσχέτιση της λωρίδας κυκλοφορίας είναι μία κεντρική λειτουργία στο σύστημα ACC. Η σαφής αναγνώριση ενός αντικειμένου δεν είναι αρκετή για το ACC. Τα αναγνωρισμένα αντικείμενα πρέπει να συσχετιστούν με την συγκεκριμένη πρόθεση οδήγησης. Τα αυτοκίνητα μπορούν τότε μόνο να συσχετιστούν με μια ρύθμιση, μόνο όταν βρίσκονται στη δικιά τους λωρίδα κυκλοφορίας.
Η πρόβλεψη της πορείας αποτελεί μια εκτίμηση της τρέχουσας δυναμικής κατάστασης της οδήγησης. Επειδή το ACC δεν μπορεί να αναγνωρίσει την πορεία της λωρίδας κυκλοφορίας, πρέπει να βασιστεί στην τρέχουσα κατάσταση οδήγησης.
Για να επιλεγεί το σωστό αντικείμενο για τη ρύθμιση της απόστασης, πρέπει το ACC να υπολογίσει πιο πριν τη λωρίδα κυκλοφορίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί. Η ακτίνα της στροφής στην οποία κινείται το αυτοκίνητο λαμβάνεται για τα επόμενα 2-4 s σαν έγκυρη για τη λωρίδας κυκλοφορίας, κάτι που γενικά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα για τους εθνικούς δρόμους και τους καλής κατασκευής επαρχιακούς δρόμους. Με την πρόβλεψη της πορείας μπορεί να καθοριστεί η πλευρική απόκλιση κάθε ανιχνευμένου αντικειμένου ως προς την προϋπολογισμένη λωρίδα κυκλοφορίας.
Το λαμβανόμενο σήμα ραντάρ δεν μπορεί να διαχωρίσει μεταξύ τους τα ζωντανά αντικείμενα, τα αυτοκίνητα και τις πινακίδες σήμανσης των δρόμων. Οι πινακίδες σήμανσης των δρόμων ή τα σταθμευμένα αυτοκίνητα που βρίσκονται δίπλα στη λωρίδα κυκλοφορίας μπορεί έτσι να θεωρηθούν λανθασμένα ότι βρίσκονται στη λωρίδα κυκλοφορίας που κινείται το αυτοκίνητο. Για να αποκλειστούν οι λανθασμένες αντιδράσεις, αγνοούνται για τον σκοπό αυτό τα σταθερά αντικείμενα.
Στην μονάδα ελέγχου ACC είναι ενσωματωμένα ο αισθητήρας ACC (Δέκτης και πομπός) και τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα.
Το ACC είναι μία πολύπλοκη σύνδεση συστημάτων με κατανεμημένες λειτουργίες σε διάφορες συνεργαζόμενες μονάδες ελέγχου.
Οι συνεργαζόμενες μονάδες ελέγχου στέλνουν τις πληροφορίες μέσω των διαύλων δεδομένων στο αυτοκίνητο στην μονάδα ελέγχου ACC.
Σύστημα |
Λειτουργία |
Μονάδα ελέγχου ACC |
Αναγνωρίση αντικειμένου |
DSC |
Πίεση φρένων |
Αισθητήρας της γωνίας στροφής τιμονιού |
Πληροφορία στροφής |
Έλεγχος κινητήρα |
Έλεγχος πεταλούδας |
Μονάδα ελέγχου κιβωτίου ταχυτήτων |
Πληροφορία ταχύτητας |
Ταμπλό οργάνων |
Ενδείξεις ACC |
Μονάδα φώτων |
Φώτα φρένων |
Τιμόνι πολλαπλών λειτουργιών |
Χειρισμός |
Για να ενεργοποιηθεί η λειτουργία ACC πρέπει το σύστημα φρένων να λειτουργεί πλήρως και δεν επιτρέπεται να είναι πατημένο το πεντάλ φρένου όπως και το χειρόφρενο να είναι δεμένο. Το πάτημα του πεντάλ φρένου οδηγεί πάντα στην απενεργοποίηση του συστήματος.
Η σύνδεση ACC/DSC έχει τις παρακάτω λειτουργίες:
Όταν η ροπή έλξης του κινητήρα δεν επαρκεί για την επιβράδυνση, τότε το ACC δημιουργεί μέσω της υδραυλικής μονάδας του DSC μία πίεση φρεναρίσματος, για να επιβραδυνθεί το αυτοκίνητο. Αν έχει ενεργοποιηθεί μία επιβράδυνση μέσω του ACC, τότε ενεργοποιούνται από το DSC μέσω της Μονάδας Φώτων τα φώτα των φρένων.
Τα παρακάτω σήματα που στέλνονται από το DSC χρησιμοποιούνται από την μονάδα ελέγχου ACC:
Αναγνώριση μιας κατωφέρειας
Σε μία ομαλή ρύθμιση επιβράδυνσης του DSC εκτελείται μία ενεργή επιβράδυνση που ενεργοποιείται από το ACC. Το DSC ενημερώνει την μονάδα ελέγχου κιβωτίου, ότι πρόκειται να ακολουθήσει μια επέμβαση στα φρένα. Η μονάδα ελέγχου του κιβωτίου χρησιμοποιεί την πληροφορία αυτή για την αναγνώριση μιας κατωφέρειας. Για να προστατευτούν τα φρένα από υπερφόρτωση, η μονάδα ελέγχου κιβωτίου κατεβάζει μία ή δύο ταχύτητες ανάλογα με την κατάσταση.
Η πληροφορία για τη γωνία στροφής τιμονιού χρησιμοποιείται στο ACC για τον υπολογισμό δυναμικών μεγεθών οδήγησης.
Η σύνδεσης έχει τις ακόλουθες λειτουργίες:
Η σύνδεση χρησιμεύει αποκλειστικά για την υλοποίηση των λειτουργιών άνεσης, οι σχετικές με την ασφάλεια λειτουργίες δε σχετίζονται.
Σε μία περιορισμένη λειτουργικότητα του ελέγχου του κιβωτίου ταχυτήτων, του κιβωτίου ταχυτήτων ή του συστήματος αισθητήρων δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί το σύστημα ACC ή απενεργοποιείται στην περίπτωση λειτουργίας. Όταν ο επιλογέας μετακινείται στο N, P, ή R, τότε απενεργοποιείται το ACC.
Η επέμβαση στο δικαίωμα απόφασης της μονάδας ελέγχου του κιβωτίου ταχυτήτων AGS μέσω της επιλογής ταχύτητας δεν είναι δυνατή. Χρησιμοποιούνται όμως ειδικές χαρακτηριστικές καμπύλες ενεργοποίησης, οι οποίες αποφεύγουν π.χ. τις επαναλαμβανόμενες αλλαγές ταχύτητας, αλλά όμως στις αντίστοιχες απαιτήσεις επιτάχυνσης ενεργοποιούν παρόλο αυτά τις απαραίτητες αλλαγές σε χαμηλότερη ταχύτητα. Επιπλέον σε μία οδήγηση σε κατήφορο (με την επέμβαση στα φρένα του ACC) ενεργοποιούνται μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα αναγκαστικές αλλαγές σε χαμηλότερη ταχύτητα, για να αποτραπεί μία υπερφόρτωση του συστήματος πέδησης.
Δεν υπάρχει καμία απευθείας ροή σημάτων ανάμεσα στο ACC και την μονάδα ελέγχου κιβωτίου. Οι πληροφορίες κατάστασης του ACC μεταδίδονται έμμεσα μέσω της DME/DDE.
To ταμπλό οργάνων αναλαμβάνει όλες τις απαραίτητες ενδείξεις για τη λειτουργία του ACC.
Για να επιτευχθεί μία καλύτερη διαθεσιμότητα του ACC στο χειμώνα και σε άσχημο καιρό, θερμαίνεται ο φακός. Εδώ πρόκειται για μία θέρμανση αντίστασης της οποίας το πηνίο θέρμανσης είναι ενσωματωμένο στο πλαστικό σώμα του φακού. Μετά την εκκίνηση του κινητήρα ενεργοποιείται η θέρμανση φακού σε όλες τις καταστάσεις λειτουργίας του ACC σε σχέση με την εξωτερική θερμοκρασία.
Σε θερμοκρασία γύρω από το σημείο παγώματος το χιόνι είναι υγρό. Σε σαφώς χαμηλότερες θερμοκρασίες το χιόνι είναι στεγνό. Για αυτό κάτω από -7 °C απενεργοποιείται η θέρμανση του φακού. Σε αντίθετη περίπτωση θα έλιωναν τα στεγνά κρύσταλλα του χιονιού και θα πάγωναν έτσι περισσότερο πάνω στο φακό.
Για να αποτραπεί η υπερθέρμανση του σώματος του φακού, απενεργοποιείται η θέρμανση του φακού, όταν η εσωτερική θερμοκρασία της συσκευής είναι πάνω από 50 C. Αυτή η θερμοκρασία μετριέται από τον αισθητήρα εσωτερικής θερμοκρασίας της μονάδας ελέγχου του ACC. Όταν η τάση του ηλεκτρικού κυκλώματος του αυτοκινήτου είναι > 16 V απενεργοποιείται η μονάδα ελέγχου του ACC για την προστασία του επεξεργαστή.
Η θέρμανση του φακού επιτηρείται από την μονάδα ελέγχου ACC για σφάλματα.