Με το DSC3 εισάγει η BMW 09/96 το πιο μοντέρνο σύστημα ρύθμισης της δυναμικής του οχήματος, το οποίο διατίθεται αυτή τη στιγμή στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Με αυτό το σύστημα ρύθμισης μπορεί να αποτραπεί ακόμ πιο αποτελεσματικά η αστάθεια, π.χ. ένα όχημα που γλυστράει.
Για να εκπληρβθούν όλες αυτές οι απαιτήσεις, πρέπει μαζί με τις διαμήκεις δυναμικές καταστάσεις οδήγησης να καταγραφούν ακριβώς και οι εγκάρσιες δυναμικές καταστάσεις οδήγησης. Για αυτό είναι απαραίτητοι και άλλοι αισθητήρες μαζί με τους τέσσερις αισθητήρες του αριθμού στροφών τροχών και τον αισθητήρα της γωνίας στροφής τιμονιού:
Ο αισθητήρας μεταβολής της γωνιακής ταχύτητας είναι σε θέση να καταγράψει ακόμα και τις πιο μικρές αποκλίσεις από την ιδανική πορεία που υπολογίστηκε από τον αισθητήρα της γωνίας στροφής τιμονιού.
Ο αισθητήρας πλευρικής επιτάχυνσης αναγνωρίζει ένα όχημα που κλίνει προς τα πλάγια, τό οποίο δεν περιστρέφεται ακόμα δεν είναι όμως στην πορεία του.
Ο αισθητήρας πίεσης μετράει την πίεση πέδησης που δημιουργείται από τον οδηγό.
Με τη βοήθεια αυτών των πληροφοριών και των τεσσάρων αριθμών στροφών του τροχού, της ταχύτητας οχήματος και διαφόρων στοιχείων του κινητήρα και του κιβωτίου ταχυτήτων μπορεί η μονάδα ελέγχου DSC3 να καταγράψει κρίσιμες καταστάσεις οδήγησης που δεν αντιστοιχούν στην επιθυμία του οδηγού (στροφή του τιμονιού) και να βγάλει συμπεράσματα για τις συνθήκες του δρόμου.
Από αυτά τα στοιχεία υπολογίζει η μονάδα ελέγχου DSC3 μέσα σε λίγα χιλιοστά του δευτερολέπτου τη συμπεριφορά υπερστροφής ή υποστροφής του οχήματος όπως και τον τόπο, τη διάρκεια και την ένταση της απαραίτητης επέμβασης στα φρένα.
Η μονάδα ελέγχου DSC3 τροφοδοτείται με τάση μέσω τεσσάρων αγωγών:
Αρ. ακίδας |
Σήμα |
|---|---|
1 |
Τροφοδοσία 12 V (ακροδέκτης 87) |
51 |
Τροφοδοσία 12 V (ακροδέκτης 30) |
28, 29 |
Γείωση (ακροδέκτης 31) |
Υπόδειξη
Η παροχή θετικού (+) στον αρ. ακίδας ενεργοποιείται αμέσως μέσω του κύριου ρελέ DME στην "Ανάφλεξη ON", απενεργοποιείται όμως περ. 5 δευτερόλεπτα μετά την "Ανάφλεξη OFF" (επιβράδυνση απενεργοποίησης μέσω της μονάδας ελέγχου DME).
Η μονάδα ελέγχου DSC3 είναι συνδεδεμένη μέσω του δίαυλου CAN με τις ηλεκτρονικές μονάδες ελέγχου DME, EML και AGS. Σε συτό τον αισθητήα είναι συνδεδεμένος επιπλέον ο αισθητήρας της γωνίας στροφής τιμονιού.
Αυτές οι μονάδες ελέγχου ανταλλάσουν συνεχώς μέσω του δίαυλου CAN διάφορα στοιχεία με τη μορφή τηλεγραφημάτων:
Η μονάδα ελέγχου AGS στέλνει στη μονάδα ελέγχου DSC3 την τοποθετημένη ταχύτητα (σχέση) για τον υπολογισμό των ροπών κίνησης.
Έτσι το DSC3 αναγνωρίζει τις χαμηλές τιμές τριβής και εμποδίζει ένα κατέβασμα της ταχύτητας (σχέσης), για να αποφευχθούν έτσι οι ενοχλητικές επαναλαμβανόμενες αλλαγές ταχύτητας.
Κατά την εκκίνηση με χαμηλές τιμές εκκίνησης η μονάδα ελέγχου DSC3 απαιτεί από το σύστημα διαχείρισης του κιβωτίου ταχυτήτων μέσω του δίαυλου CAN να βάλει έγκαιρα την 2η ταχύτητα.
Η μονάδα ελέγχου DSC3 έχει την ικανότητα αυτοδιάγνωσης. Τα σφάλματα που παρουσιάζονται αποθηκεύονται σε μία μη προσωρινή μνήμη και μπορούν να αναγνωστούν για την αναζήτηση σφάλματος.
Οι ακόλουθες διαγνωστικές λειτουργίες έχουν υλοποιηθεί:
Σημαντικό!
Η μονάδα ελέγχου DSC3 διαθέτει μία μη προσωρινή μνήμη αποθήκευσης σφαλμάτων. Σε μία περίπτωση παροχής εγγύησης εκτυπώστε τον κωδικό ελέγχου και μη διαγράφετε τη μνήμη αποθήκευσης σφαλμάτων!
Το DSC3 διαθέτει δύο ενδεικτικές λάμπες. Συγκεκριμένα πρόκειται για
Με αυτές τις δύο λάμπες ελέγχου απεικονίζονται στον οδηγό στο ταμπλό οργάνων καταστάσεις συστήματος και σφάλματα συστήματος του DSC3.
Με την ενεργοποίηση της ανάφλεξης (ακρδέκτης 15) ενεργοποιούνται οι δύο ενδεικτικές λάμπες και ελέγχεται η λειτουργία τους. Αν κατά τον αυτοέλεγχο των μονάδων ελέγχου δεν έχει αναγνωριστεί ένα σφάλμα, τότε σβήνουν οι δύο ενδεικτικές λάμπες μετά από περ. δύο δευτερόλεπτα.
Στο ABS που βρίσκεται σε ετοιμότητα λειτουργίας είναι σβηστή η λάμπα ασφαλείας. Αν αναγνωριστεί από τη μονάδα ελέγχου ένα σφάλμα στο σύστημα ABS, το οποίο οδηγεί στην απενεργοποίηση του ABS, τότε ανάβει η λάμπα ασφαλείας του ABS και σηματοδοτεί έτσι την απώλεια του συστήματος.
Η ενεργοποίηση της λάμπας ασφαλείας έχει αλλάξει σε σύγκριση με τα προηγούμενα συστήματα ABS:
Η λάμπα ασφαλείας ABS συνδέεται μέσω του ακροδέκτη 15 στα 12 Volt. Αν το ABS είναι σε ετοιμότητα λειτουργίας, τότε η μονάδα ελέγχου εφαρμόζει στην ακίδα 32 μία υψηλή στάθμη. Αυτή η κατάσταση αναγνωρίζεται από το ηλεκτρονικό σύστημα στο ταμπλό των οργάνων, η λάμπα ασφαλείας δεν λαμβάνει καμία γείωση.
Αν υπάρχει στο σύστημα ABS ένα σφάλμα, το οποίο απενεργοποιεί το ABS, τότε η μονάδα ελέγχου μεταβάλλει την υψηλή στάθμη σε χαμηλή.
Αυτή η κατάσταση έχει σαν αποτέλεσμα στο ταμπλό των οργάνων, να συνδεθεί η γείωση του ηλεκτρονικού συστήματος προς τη λάμπα ασφαλείας και να ανάψει έτσι η λάμπα.
Σε μία μονάδα ελέγχου που δεν έχει συνδεθεί προκύπτει έτσι αυτόματα η ίδια κατάσταση όπως σε ένα σφάλμα ABS.
Το πλεονέκτημα αυτής της ενεργοποιίησης που υλοποιήθηκε τώρα βρίσκεται στην απουσία των ελατηριωτών επαφών στη φίσα ή της πολύπλοκης σύνδεσης γέφυρας μέσω του ρελέ βαλβίδας.
Όταν το DSC3 είναι σε ετοιμότητα λειτουργίας τότε η λάμπα είναι σβηστή, σε μία ρύθμιση του DSC ή του ASC αναβοσβήνει.
Αν αναγνωριστεί ένα σφάλμα στο σύστημα DSC3 ή τοσύστημα έχει απενεργοποιηθεί προσωρινά μέσω του παθητκού πλήκτρου επαφής DSC, τότε ανάβει συνεχώς η λάμπα.
Η λυχνία πολλαπλών λειτουργιών τροφοδοτείται μέσω του ακροδέκτη 15 με 12 Volt και περιλαμβάνει, ανάλογα με τη λειτουργία χρονισμό από τη μονάδα ελέγχου ή διαρκώς γείωσης.
Για να υποδειχτεί στον οδηγό ακόμα και σε μία μη συνδεδεμένη μονάδα ελέγχου η απώλεια του DSC3, η λυχνία πολλαπλών λειτουργιών λαμβάνει γείωση μέσω μία ελατηριωτής επαφής στη φίσα. Αυτή η επαφή είναι ανοιχτή σε μία συνδεδεμένη μονάδα ελέγχου.
Υπόδειξη
Κατά τη διάρκεια της διάγνωσης (= επικοινωνία με το DIS) ανάβουν και οι ενδεικτικές λάμπες, ανεξάρτητα αν υπάρχει ένα σφάλμα συστήματος ή όχι.
Η ενεργοποίηση του πεντάλ φρένου γνωστοποιείται στη μονάδα ελέγχου του DSC3 μέσω του διακόπτη φώτων φρένων.
Κατά τη διάρκεια μίας ρύθμισης του ASC διακόπτεται αμέσως μία επέμβαση στα φρένα, κλείνει η βαλβίδα αναρρόφησης και ανοίγει η βαλβίδα αλλαγής.
Αν κατά τη διάρκεια μίας ρυθμιστικής πέδησης του ABS αφεθεί ελεύθερα το φρένο και ανοίξει συνεπώς ο διακόπτης φώτων φρένων, τότε διακόπτεται αμέσως και η ρύθμιση του ABS.
Μόνο στο DSC3 απενεργοποιείται ολόκληρο το σύστημα (ABS, ASC και DSC) σε ένα ελάττωμα του διακόπτη φώτων φρένων.
Ένα τραβηγμένο χειρόφρενο γνωστοποιείται στη μονάδα ελέγχου του DSC3 μέσω του διακόπτη χειρόφρενου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την ανύψωση του ορίου ολίσθησης για τη ρύθμιση της ροπής έλξης κινητήρα (MSR) κατά 20 χλμ./ώρα.
Από τη θέση του διακόπτη ανάφλεξης 2 (ακροδέκτης 15) και σε ένα επιτυχημένο αυτοέλεγχο των μονάδων ελέγχου μπορεί να απενεργοποιηθούν οι λειτουργίες του ASC/DSC με το παθητικό πλήκτρο επαφής. Όταν έχουν απενεργοποιηθεί οι λειτουργίες του ASC/DSC ανάβει η λάμπα πολλαπλών λειτουργιών του DSC στο ταμπλό των οργάνων. Η ρύθμιση του ABS παραμένει σε λειτουργία.
Με ένα καινούργιο πάτημα του πλήκτρου ενεργοποιείται πάλι το ASC/DSC, όσο η διαφορά μεταξύ της μέγιστης ταχύτητας των πίσω τροχών και της ελάχιστης ταχύτητας των μπροστινών τροχών είναι μικρότερη από 20 χλμ./ώρα.
Στις κατασκευαστικές σειρές E38 και E39 έχουν τοποθετηθεί γενικά ενεργοί αισθητήρες του αριθμού στροφών.
Οι ενεργοί αισθητήρες αριθμού στροφών λειτουργούν σύμφωνα με την αρχή Hall, όπου λόγω των μαγνητικών αλλαγών της ισχύος πεδίου δημιουργούνται εναλλασσόμενες τάσεις, η συχνότητα των οποίων είναι ένα μέτρο για τον αριθμό στροφών του τροχού. Σε αντίθεση με τους παθητικούς αισθητήρες του αριθμού στροφών στους ενεργούς αισθητήρες του αριθμού στροφών είναι ενσωματωμένα το πραγματικό στοιχείο αισθητήρα και τα ηλεκτρονικά για την επεξεργασία σήματος στον αισθητήρα του αριθμού στροφών.
Πλεονεκτήματα των ενεργών αισθητήρων σε αντίθεση με τους προηγούμενες παθητικούς αισθητήρες:
Τα σήματα αριθμού στροφών είναι τετραγωνικά σήματα με σταθερό πλάτος ταλάντωσης (χαμηλή στάθμη = 0,75 V, υψηλή στάθμη = 2,5 V), για την περιοχή ταχύτητας από 0 ... 250 χλμ./ώρα προκύπτουν σε σχέση με την περιφέρεια του ελαστικού συχνότητες που είναι στην περιοχή από 0 ... περ. 1700 Hz.
Η παροχή ρεύματος των ενεργών αισθητήρων (7,6 ... 8,4 V συνεχής τάση) επιτυγχάνεται από τη μονάδα ελέγχου DSC3.
Οι αριθμοί στροφών του τροχού είναι απαραίτητες και για άλλες μονάδες ελέγχου, όπως π.χ. τα ηλεκτρονικά ταμπλώ οργάνων (IKE) ή την ηλεκτρονικά ελεχόμενη ανάρτηση (EDC). Για αυτό επεξεργάζονται ανάλογα τα σήματα αριθμού στροφών στη μονάδα ελέγχου DSC3.
Τα σήματα εξόδου αριθμού στροφών είναι τετραγωνικά σήματα με σταθερό πλάτος ταλάντωσης (χαμηλή στάθμη < 1 V, υψηλή στάθμη > 11 V), η συχνότητα εξαρτάται από τους αριθμούς στροφών του τροχού και βρίσκεται στην περιοχή μεταξύ 0 ... 1700 Hz (0 ... 250 χλμ./ώρα).
Ο αισθητήρας της γωνίας στροφής τιμονιού είναι τοποθετημένος στη κάτω άκρη του άξονα διεύθυνσης μπροστά από το δίσκο αρθρωτού συνδέσμου του τιμονιού.
Κατανομή των φισών:
Αρ. ακίδας |
Σήμα |
|---|---|
1 |
Τροφοδοσία 12 V (ακροδέκτης 30) |
2 |
Τροφοδοσία 12 V (ακροδέκτης 87) |
3 |
CAN (+) |
4 |
CAN (-) |
5 |
Γείωση (ακροδέκτης 31) |
Ο αισθητήρας παρέχει ένα σήμα της συνολικής γωνίας διεύθυνσης με μία ανάλυση περ. 0,7o πάνω στο δίαυλο CAN.
Επιπλέον στέλνεται μία μεταβλητή κατάστασης πάνω στο δίαυλος CAN, η οποία παρέχει την πληροφορία για την ισχύ του σήματος γωνίας διεύθυνσης.
Στο τέλος της ταινίας ή μετά την αντικατάσταση του αισθητήρα πρέπει να πραγματοποιηθεί με τη συσκευή διάγνωσης ένας καθορισμός αρχικών παραμέτρων στη διάγνωση του DSC3 ενώ το τιμόνι ή οι μπροστινοί τροχοί είναι όσο το δυνατόν στη θέση κατευθείαν εμπρός. Συγχρόνως ρυθμίζεται η ηλεκτρική αντιστάθμιση του κινητήρα και αποθηκεύεται μόνιμα στον αισθητήρα (EEPROM).
Επιπλέον ρυθμίζεται στον αισθητήρα και στη μονάδα ελέγχου του DSC3 ένας αριθμός αναγνώρισης, ο οποίος στέλνεται από τον αισθητήρα της γωνίας στροφής τιμονιού στο δίαυλο CAN. Όταν οι αριθμοί αναγνώρισης είναι διαφορετικοί δεν πραγματοποιείται η είσοδος του συστήματος στο DSC3 και στη διάγνωση του DSC3 απαιτείται ο καθορισμός αρχικών παραμέτρων της γωνίας στροφής τιμονιού.
Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η επίδραση μίας λανθασμένης τιμής αντιστάθμισης κατά τη χρήση ενός ολοκαίνουργιου αισθητήρα της γωνίας στροφής τιμονιού ή κατά την τοποθέτηση ενός αισθητήρα που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε ένα άλλο όχημα.
Επιπέον με την ηλεκτρική αντιστάθμιση ηλογική του DSC3 υπολογίζει συνεχώς κατά τη διάρκεια της οδήγηση μία τιμή αντιστάθμισης για το κέντρο οδήγησης, η οποία π.χ. δημιουργείται από τη ρύθμιση του ίχνους. Το σήμα της γωνίας διεύθυνσης ελέγχεται από τη λογική του DSC3 για τη λογικότητά του (μέσω της σύγκρισης με τα άλλα σήματα αισθητήρα).
Ο αισθητήρας αποτελείται (όπως ο αισθητήρας γωνίας στροφής τιμονιού της ηλεκτρονικά ελεγχόμενης ανάρτησης) από δύο λεπτές ψήκτρες ποτενσιόμετρου μετατοπισμένες κατά 90o , οι οποίες παρέχουν τάσεις σήματος από 0 μέχρι περ. 4,5 V η κάθε μία.
Η λογική επεξεργασίας που είναι τοποθετημένη επιπλέον στον αισθητήρα (μικρορυθμιστής με στοιχείο CAN) υπολογίζει από τις μεμονωμένες τάσεις την επίκαιρη περιστροφή του τιμονιού και στη συνολική γωνία περιστροφής και επιτηρεί τη λογικότητα τους (90o - επιτήρηση).
Σε περίπτωση διακοπής της παροχής ρεύματος (π.χ. λόγω αποσύνδεσης της μπαταρίας) χάνει η η λογική αισθητήρα την επίκαιρη περιστροφή του τιμονιού. Σε αυτή την ειδική περίπτωση υπολογίζεται ξανά η επίκαιρη περιστροφή του τιμονιού μέσω της στατιστικής ανάλυσης των ταχυτήτων μπροστινού τροχού (λήψη μέσω CAN).
Το σήμα της συνολικής γωνίας διεύθυνσης χρησιμοποιείται στη λογική DSC3 για τον ακριβή υπολογισμό της ταχύτητας οχήματος (σε μία οδήγησης σε στροφές).
Εκτός αυτού χρησιμεύει σαν σήμα εισόδου για τον καλυπτόμενο ρυθμιστή οχήματος:
Η λογική DSC3 υπολογίζει από το σήμα της γωνίας διεύθυνσης την "επιθυμία γωνιακής ταχύτητας οχήματος" του οδηγού.
Ορισμός:
Το σήμα μεταβολής της γωνιακής ταχύτητας αντιστοιχεί επακριβώς στην ταχύτητα περιστροφής του οχήματος γύρω από τον κατακόρυφο άξονά του.
Ο αισθητήρας μεταβολής της γωνιακής ταχύτητας είναι τοποθετημένος κάτω από το κάθισμα του οδηγού.
Κατανομή των φισών:
Αρ. ακίδας |
Σήμα |
|---|---|
1 |
Παροχή αρνητικού (0 V) |
2 |
Παροχή θετικού (+) (12 V) |
3 |
Σήμα αισθητήρα |
4 |
Σήμα αναφοράς (2,5 V) |
5 |
Δοκιμαστικό σήμα |
Ο αισθητήρας παρέχει μία τάση σήματος από 0,7 - 4,3 V. Η διαφορά μεταξύ της τάσης σήματος και της τάσης αναφοράς κινείται από -1,8 έως +1,8 V και αντιστοιχεί με βαθμό περιστροφής από -50 έως +50o /s.
Ο αισθητήρας επιτηρείται με την "Ανάφλεξη ON" σχετιά με τις επιτρεπόμενες τιμές αντιστάθμισής του.
Εκτός αυτού στη λειτουργία οδήγησης επιτυγχάνεται μία συνεχής ρύθμιση σχετικά με τις λογικές τιμές μέσω μίας σύγκρισης με τις ακόλουθες πληροφορίες σήματος:
Με την "Ανάφλεξη ON" μετριέται διαρκώς κάθε 20 ms το ωφέλιμο σήμα.
Για τον έλεγχο της ηλεκτρικής λειτουργίας του αισθητήρα επικαλύπτεται το ωφέλιμο σήμα σε κάθε δεύτερο κύκλο με μία ηλεκτρική τιμή αντιστάθμισης. Αυτή η επικάλυψη της τιμής αντιστάθμισης ρυθμίζεται μέσω τους αγωγού δοκιμής. Στη μονάδα ελέγχου DSC3 ελέγχεται η σταθερότητα αυτής της τιμής αντιστάθμισης.
Δονούμενος κύλινδρος, ο οποίος διεγείρεται μέσω διαφόρων πιεζοστοιχείων σε μία συχνότητα δόνησης που είναι 14 kHz.
Μέσω της επίδρασης μίας εγκάρσις δύναμης, που ενεργοποιείται μέσω της πλευρικής επιτάχυνσης στη λειτουργία οδήγησης σε μία οδήγηση σε στροφές, επιτυγχάνεται μία απόκλιση του κυλίνδρου.
Μέσω ενός ηλεκτρονικού κυκλώματος ρύθμισης ρυθμίζεται η απόκλιση του κυλίνδρου πάλι στο μηδέν. Αυτή η τιμή, η οποία παρουσιάζει ένα μέγεθος για τον εκάστοτε βαθμό περιστροφής, μετατρέπεται έπειτα σε μία αναλογική τάση - γραμμική χαρακτηριστική καμπύλη.
Η μετρημένη ταχύτητα περιστροφής συγκρίνεται με την ταχύτητα περιστροφής της επιθυμίας οδηγού (από την πληροφορία της γωνίας διεύθυνσης) και την οριακή ταχύτητα περιστροφής (από την πληροφορία της πλευρικής επιτάχυνσης).
Σε περίπτωση ανάγκης ο ρυθμιστής οχήματος διορθώνει την ταχύτητα περιστροφής του οχήματος μέσω συγκεκριμένων επεμβάσεων στα φρένα των μεμονωμένων τροχών.
Έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί πάντα σε όλες τις συνθήκες οδήγησης (φρένα, εμπρόσθια κίνηση και ελέυθερη κύλιση) μία σταθερή κατάσταση οδήγησης.
Ο αισθητήρας πλευρικής επιτάχυνσης τοποθετείται οριζόντια δίπλα στο κάθισμα οδηγού στο κατώφλι πόρτας περ. 5 cm μπροστά από την κολόνα Β.
Κατανομή των φισών:
Αρ. ακίδας |
Σήμα |
|---|---|
1 |
Σήμα αισθητήρα |
2 |
Παροχή αρνητικού (0 V) |
3 |
Παροχή θετικού (+) (5 V) |
Ο αισθητήρας παρέχει μία αναλογική τάση από 0,5 - 4,5 V, η οποία αντιστοιχεί σε μία κλίμακα μέτρησης από -1,5 έως +3,5 g.
Η τιμή αντιστάθμισης ανέρχεται σε 1,7 V (σε ακινητοποίηση οχήματος πάνω σε μία οριζόντια επιφάνεια).
Μετά τον καθορισμό αρχικών παραμέτρων ρυθμίζεται το σήμα πλευρικής επιτάχυνσης από τη μοναδα ελέγχου DSC3 στην ακινητοποίηση οχήματος και κατά τη διάρκεια της οδήγησης και ελέγχεται συνεχώς για λογικότητα μέσω της σύγκρισης με άλλα σήματα αισθητήρων.
Ο αισθητήρας πλευρικής επιτάχυνσης είναι ένας αισθητήρας χωρητικότητας.
Με μία επιτάχυνση ανυψώνεται στον αισθητήρας μία κινητή πλάκα του συμπυκνωτή απο μία σταθερή πλάκα του συμπυκνωτή. Η τάση σήματος που παρουσιάζεται αντιστοιχεί στην εμφανιζόμενη επιτάχυνση.
Το σήμα της πλευρικής επιτάχυνσης χρησιμοποιείται στη λογική DSC3 σαν σήμα εισόδου για τον καλυπτόμενο ρυθμιστή οχήματος. Σύμφωνα με την μετρημένη πλευρική επιτάχυνση υπολογίζεται ένας ιδανικός βαθμός περιστροφής. Αυτός ο ιδανικός βαθμός περιστροφής αντιστοιχεί, κατά την επίτευξη της οριακής ταχύτητας σε στροφή, σε μία ακόμα σταθερή κίνηση του οχήματος στη στροφή στις υπάρχουσες συνθήκες οδήγησης.
Ο αισθητήρας πίεσης είναι τοποθετημένος στη μονάδα του εμβόλου φόρτισης στην έξοδο προς το κύκλωμα μπροστινού άξονα.
Κατανομή των φισών:
Αρ. ακίδας |
Σήμα |
|---|---|
1 |
Παροχή αρνητικού (0 V) |
2 |
Παροχή θετικού (+) (5 V) |
3 |
Σήμα αισθητήρα |
Ο αισθητήρας παρέχει ένα αναλογικό σήμα με μία κλίμακα μέτρησης από 0 έως 250 bar.
Η ρύθμιση του μηδανικού σημείου επιτυγχάνεται συνεχώς μετά τον καθορισμό αρχικών παραμέτρων του συστήματος με "Ανάφλεξη ON" και τερματίζεται μετά 100 ms, εφόσον δεν ενεργοποιείται ο διακόπτης φώτων φρένων.
Χαλύβδινη μεμβράνη με μία μέθοδο μέτρησης μέσω της παραμόρφωσης της μεμβράνης με την ακόλουθη μετατροπή σε μία γραμμική χαρακτηριστική καμπύλη από 0 έως 5 V.
Επιτήρηση για εύλογες τιμές σήματος μέσω της μονάδας ελέγχου DSC3 σε ένα χρονικό διάστημα των 100 ms σχετικά με τις ακόλουθες καταστάσεις:
Οι ακόλουθες καταστάσεις επιτηρούνται από το ηλεκτρονικό σύστημα:
Στη ρυθμισμένη κατάσταση (ρύθμιση σημείου μηδέν) η πίεση συστήματος δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από 5 bar για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, σε περίπτωση που δεν έχει ενεργοποιηθεί το BLS.
Η πληροφορία σήματος του BLS και του αισθητήρα πίεσης ενώνονται στο σύστημα και δημιουργούν στο σύνολο ένα διπλό σήμα BLS, το οποίο με τη σειρά του επιτηρείται από το ηλεκτρονικό σύσημα σχετικά με λογικές καταστάσεις.
Η μονάδα υδραυλικής εγκατάστασης βρίσκεται μεταξύ της μονάδας του εμβόλου φόρτισης και του κυλίνδρου πέδησης του τροχού.
Αυτή διαμορφώνει την πίεση πέδησης κατά τη διάρκειας μίας ρυθμιστικής πέδησης του ABS και ελέγχει ή ρυθμίζει την πίεση πέδησης σε μία ρύθμιση του ASC ή του DSC.
Η δομή και η λειτουργία της μονάδας υδραυλικής εγκατάστασης αντιστοιχούν βασικά αυτής των ABS/ASC5.
Λόγω της ενδεχόμενης επέμβασης στα φρένα στον μπροστινό άξονα κατά τη διάρκεια μίας ρύθμισης DSC έπρεπε να να τοποθετηθεί μία συμπληρωματική βαλβίδα αλλαγής και μία βαλβίδα αρχικής πλήρωσης.
Στο περίβλημα είναι έτσι ενσωματωμένες:
Όλες οι βαλβίδες βρίσκονται με ενεργοποιημένο τον ακροδέκτη 15 στα 12 Volt και συνδέονται στην περίπτωση μίας ρύθμισης από τη μονάδα ελέγχου στη γείωση.
Οι 4 μαγνητικές βαλβίδες εισαγωγής και οι 2 βαλβίδες αλλαγής είναι χωρίς ρεύμα ανοιχτές, οι 4 βαλβίδες εξαγωγής και οι 2 βαλβίδες προώθησης είναι κλειστές.
Η αντλία επιστροφής κινείται από ένα ηλεκτροκινητήρα, ο οποίος τροφοδοτείται στην περίπτωση ρύθμισης με τάση μέσω του ρελέ κινητήρα ABS.
Κατά τη διάρκεια μίας ρύθμισης του ABS η αντλία τροφοδοτεί το υγρό φρένων που άδειασε στην φάση εκτόνωσης της πίεσης πίσω στον κεντρικό κύλινδρο πέδησης.
Σε μία ρύθμιση του ASC ή του DSC με επέμβαση στα φρένα δημιουργεί την απαραίτητη πίεση πέδησης.
Η αντλία επιστροφής έχει μόνο μία κατεύθυνση περιστροφής, τόσο σε μία ρύθμιση ABS όσο και σε μία ρύθμιση ASC/DSC.
Αν η αντλία πρέπει να δημιουργήσει πίεση πέδησης κατά τη διάρκεια μίας ρύθμισης ASC/DSC, τότε πρέπει να κλείσει η βαλβίδα αλλαγής και να ανοίξει η βαλβίδα αρχικής πλήρωσης.
Μέσω της ανοιχτής βαλβίδας αρχικής πλήρωσης απορροφάει η αντλία το υγρό φρένων και το τροφοδοτεί έπειτα προς τον κύλινδρο πέδησης του τροχού, στον οποίο πρόκειται να δημιουργηθεί η απαρίτητη πίεση πέδησης. Μέσω της κλειστής βαλβίδας αλλαγής εξασφαλίζεται η δημιουργία της πίεσης συστήματος.
Μία υδραυλικά ενεργοποιημένη βαλβίδα περιορισμού πίεσης που είναι ενσωματωμένη σε κάθε μία από τις δύο βαλβίδες αλλαγής εμποδίζει από το να αυξηθεί σε μία ρύθμιση ASC/DSC η πίεση μεταφοράς της αντλίας πάνω από 161 (+/-25) bar.
Η αντλία αρχικής πλήρωσης της μονάδας ενεργοποιείται σε μία ρύθμιση του ASC/DSC απευθείας από τη μονάδα ελέγχου με θετικό και αρνητικό.
Με την εκκίνηση της αντλίας τροφοδοτεί το υγρό φρένων από το δοχείο διαστολής του δίδυμου κύριου κυλίνδρου πέδησης σε ένα χώρο μεταξύ δύο εμβόλων της μονάδας του εμβόλου φόρτισης.
Από αυτό το χώρο οδηγεί ένας δεύτερος αγωγός πίσω προς το δοχείο διαστολής. Το ακροφύσιο στραγγαλισμού που έχει τοποθετηθεί στον αγωγό επιστροφής καθιστά δυνατή την απαρίτητη δημιουργία πίεσης (αρχή συσσωρευτικής πίεσης).
Μία βαλβίδα περιορισμού της πίεσης (DBV) στην αντλία εμποδίζει μία αύξηση της πίεσης αντλίας πάνω από 15 bar. Αν υπάρξει μία υπέρβαση της ρυθμισμένης πίεσης στη βαλβίδα περιορισμού της πίεσης, τότε ανοίγει υδαρυλικά η βαλβίδα και στην αντλία δημιουργείται ένα βραχυκύκλωμα. Έτσι δεν είναι δυνατή μία περαιτέρω αύξηση της προπίεσης.
Το ρελέ κινητήρα ABS ενεργοποιείται σε ορισμένες φάσεις κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ρύθμισης ABS, ASC ή DSC από τη μονάδα ελέγχου DSC3.
Το ρελέ κινητήρα ABS ενεργοποιεί ή απενεργοποιεί την αντλία επιστροφής.
Η αντλία επιστροφής τροφοδοτεί υγρό φρένων, το οποίο έχει μαζευτεί στο συσσωρευτή, πίσω στο κύκλωμα πέδησης μεταξύ της κλειστής βαλβίδας εισαγωγής και του κεντρικού κυλίνδρου πέδησης (φάση εκτόνωσης της πίεσης κατά τη διάρκεια της πέδησης ρύθμισης ABS) ή τροφοδοτεί το υγρό φρένων που είναι υπό πίεση μέσω της ανοιχτής βαλβίδας εισαγωγής στον αντίστοιχο κύλινδρο πέδησης του τροχού (φάση αύξησης της πίεσης κατά τη διάρκεια της πέδησης ρύθμισης του ASC και του DSC).
Το ρελέ βαλβίδας ABS ενεργοποιείται από τη μονάδα ελέγχου DSC3 από τον ακροδέκτη 15.
Το ρελέ βαλβίδας ABS ενεργοποιεί ή απενεργοποιεί την τάση τροφοδοσίας 12 V για όλες τις μαγνητικές βαλβίδες στη μονάδα υδραυλικής εγκατάστασης.