Η παρατεταμένη λειτουργία του κινητήρα με προαναφλέξεις μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημιές. Η καύση με προαναφλέξεις (πυράκια) ευνοείται από:
Η σχέση συμπίεσης μπορεί να επιτύχει πολύ υψηλές τιμές λόγω επικαθίσεων ή κατασκευαστικών ατελειών.
Σε κινητήρες χωρίς έλεγχο προαναφλέξεων αυτές οι ανεπιθύμητες επιδράσεις λαμβάνονται υπόψη μετατοπίζοντας την ανάφλεξη σε μια απόσταση ασφαλείας από το όριο προαναφλέξεων. Έτσι είναι αναπόφευκτες οι απώλειες στον συντελεστή απόδοσης στην περιοχή υψηλού φορτίου.
Ο έλεγχος προαναφλέξεων εμποδίζει την λειτουργία του κινητήρα με προαναφλέξεις. Σε περίπτωση πραγματικού κινδύνου προαναφλέξεων, ο έλεγχος προαναφλέξεων μετατοπίζει το σημείο ανάφλεξης του κυλίνδρου που έχει το πρόβλημα (ανεξάρτητη ρύθμιση σε κάθε κύλινδρο) όσο χρειάζεται προς την βραδυπορεία. Έτσι η χαρακτηριστική καμπύλη της ανάφλεξης μπορεί να ταυτίζεται με την βέλτιστη κατανάλωση καυσίμου. Η απόσταση ασφαλείας δεν είναι πια απαραίτητη. Ο έλεγχος προαναφλέξεων αναλαμβάνει όλες τις διορθώσεις για προαναφλέξεις στο σημείο ανάφλεξης.
Ο έλεγχος προαναφλέξεων προσφέρει:
Ο κινητήρας αυτός είναι εξοπλισμένος με ένα σύστημα ελέγχου προαναφλέξεων το οποίο επεμβαίνει ξεχωριστά σε κάθε κύλινδρο, και είναι προσαρμοζόμενο. Τα κεντρικά εξαρτήματα του συστήματος αυτού είναι οι αισθητήρες προαναφλέξεων. Αυτοί οι πιεζοηλεκτρικοί αισθητήρες ανιχνεύουν τους θορύβους στον κορμό κάθε κυλίνδρου και τους μετατρέπουν σε σήματα τάσης. Τα σήματα του αισθητήρα αξιολογούνται στην μονάδα ελέγχου DME. Για τον σκοπό αυτό η μονάδα ελέγχου χρησιμοποιεί μια ειδική λειτουργία αξιολόγησης (προαναφλέξεις).
Με έναν αισθητήρα προαναφλέξεων επιτηρούνται δυο κύλινδροι. Δυο αισθητήρες αποτελούν ένα εξάρτημα (Διπλός αισθητήρας προαναφλέξεων).
Κατά την εμφάνιση των προαναφλέξεων ο αντίστοιχος κύλινδρος μεταδίδει ένα χαρακτηριστικό προφίλ ήχου, το οποίο καταγράφεται από τους αισθητήρες προαναφλέξεων. Με βάση αυτά τα σήματα η ανάφλεξη μετατοπίζεται στην βραδυπορία για ορισμένο αριθμό κύκλων. Μόλις δεν αναγνωρίζεται πλέον καμία προανάφλεξη, επανέρχεται η ανάφλεξη στην προηγούμενη τιμή της. Η καθυστέρηση ανάφλεξης μπορεί να ρυθμιστεί ξεχωριστά για κάθε κύλινδρο (επιλογή κυλίνδρου). Η αξιολόγηση του σήματος προανάφλεξης πραγματοποιείται μέσω της μονάδας ελέγχου DME για κάθε κύλινδρο και μόνο στην περιοχή του κύκλου λειτουργίας που σχετίζεται με την προανάφλεξη.
Ο διπλός αισθητήρας προαναφλέξεων είναι στερεωμένος με ένα κοχλία στα υδροχιτώνια στο μπλοκ του κινητήρα μεταξύ δύο κυλίνδρων μίας σειράς κυλίνδρων.
Σαν ασφάλιση κοχλιοσύνδεσης επιτρέπονται μόνο ασφαλιστικές ουσίες. Οι ενδιάμεσες ροδέλες, οι ελατηριωτές ροδέλες ή οι οδοντωτές ροδέλες δεν επιτρέπονται σε καμία περίπτωση, επειδή θα μπορούσαν να αλλοιώσουν σε ακατάλληλο βαθμό το σήμα προανάφλεξης.
Η αυτοδιάγνωση του ελέγχου προαναφλέξεων περιλαμβάνει τους ακόλουθους ελέγχους:
Αν κατά τη διάρκεια του ελέγχου ή της λειτουργίας του κινητήρα παρουσιαστεί μία βλάβη, απενεργοποιείται ο έλεγχος προαναφλεξέων. Ένα πρόγραμμα ανάγκης αναλαμβάνει τη ρύθμιση της γωνίας προπορείας. Συγχρόνως καταχωρείται μια βλάβη στην μνήμη βλαβών της μονάδας ελέγχου DME. Το πρόγραμμα ανάγκης εξασφαλίζει τη χωρίς ζημιές λειτουργία ανάλογα με το φορτίο, τον αριθμό στροφών και τη θερμοκρασία του κινητήρα.