Για να διατηρηθεί ο όσο το δυνατόν καλύτερος συντελεστής απόδοσης των καταλυτικών μετατροπέων, επιδιώκεται για την καύση η στοιχειομετρική σχέση αέρα-καυσίμου (λάμδα = 1).
Λόγω της διπλής δομής του υστήματος καυσαερίων χρησιμοποιείται σε κάθε σειρά κυλίνδρων ένας αισθητήρας λάμδα πριν τον καταλυτικό μετατροπέα του τύπου LSH25 (αισθητήρας διακλάδωσης).
Οι αισθητήρες λάμδα μετράνε το υπόλοιπο οξυγόνο στα καυσαέρια και μεταδίδουν τις αντίστοιχες τιμές τάσης στο ψηφιακό ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου κινητήρα. Εκεί προσαρμόζεται η σύσταση μείγματος ανάλογα με τη διάταξη ελέγχου λάμδα μέσω των αλλαγών των χρόνων ψεκασμού.
Επειδή για την ετοιμότητα λειτουργίας των αισθητήρων λάμδα είναι απαραίτητη μία θερμοκρασία που είναι περ. 300 βαθμοί Celsius, οι αισθητήρες θερμαίνονται ηλεκτρικά. Η ρύθμιση της θέρμανσης πραγματοποιείται μέσω του ψηφιακού ηλεκτρονικού συστήματος ελέγχου κινητήρα σε σχέση με τη διάρκεια λειτουργίας, το φορτίο και τον αριθμό στροφών.
Στο πλαίσιο της διάγνωσης επί του οχήματος επιτηρείται η λειτουργία των αισθητήρων λάμδα. Οι εσφαλμένες λειτουργίες αναγνωρίζονται π.χ. στο ψηφιακό ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου κινητήρα μέσω αλλαγών της ρυθμιστικής συχνότητας λάμδα, των χρόνων διακλάδωσης ή των πλάτων ταλάντωσης σήματος. Οι εσφαλμένες λειτουργίες οδηγούν σε καταχωρήσεις στη μνήμη αποθήκευσης σφαλμάτων του ψηφιακού ηλεκτρονικού συστήματος ελέγχου κινητήρα.
Σε περίπτωση βλάβης στους αισθητήρες λάμδα οι χρόνοι ψεκασμού υπολογίζονται μέσω του του ψηφιακού ηλεκτρονικού συστήματος ελέγχου κινητήρα ανάλογα με το φορτίο και τον αριθμό στροφών και με βάση τα χαρακτηριστικά πεδία προρύθμισης και τις τιμές προσαρμογής. Η λειτουργία του κινητήρα διατηρείται, ταυτόχρονα όμως αποτρέπεται μία ζημιά στον καταλυτικό μετατροπέα λόγω υπερθέρμανσης.