Ανεξάρτητα από τους ρύπους, που δημιουργούνται κατά την καύση στον κινητήρα, ένα αυτοκίνητο εκπέμπει και μεγάλες ποσότητες σε άκαυστους υδρογονάνθρακες. Αυτή η εκπομπή υδρογοναθράκων μπορεί να προέχεται από μη στεγανά σημεία στο σύστημα καυσίμου, αλλά επίσης και από την περιορισμένη χωρητικότητα του φίλτρου ενεργού άνθρακα (διάτρηση φίλτρου ενεργού άνθρακα).
Για αυτό το λόγο μία απαίτηση του OBD II αφορά το σύστημα καυσίμου και το σύστημα εξαερισμού του ρεζερβουάρ καυσίμου. Οι μέγιστες επιτρεπόμενες οριακές τιμές για τις αναθυμιάσεις καυσίμου που διαρρέουν έχουν καθοριστεί εκ νέου. Επιπλέον οι διαρροές στο σύστημα καυσίμου και στο σύστημα εξαερισμού του ρεζερβουάρ καυσίμου, που είναι μεγαλύτερες από 0,5 mm, πρέπει να αναγνωριστούν από την DME.
Λήφθησαν τα παρακάτω μέτρα:
- Η τροφοδοσία καυσίμου στην μπεκιέρα γίνεται μέσω του φίλτρου καυσίμου από τον ενσωματωμένο ρυθμιστή πίεσης.
- Το υπολοιπόμενο καύσιμο από τον ρυθμιστή πίεσης καυσίμου μέσω του εσωτερικού φίλτρου οδηγείται από την σωλήνωση επιστροφής πίσω στο ρεζερβουάρ.
- Ένας τροποποιημένος σωλήνας ψεκασμού δρα αντίθετα στην δημιουργία φυσαλίδων και δεν διαθέτει σωλήνα επιστροφής στο ρεζερβουάρ.
- Πραγματοποίηση μιας διάγνωσης διαρροής συστήματος ρεζερβουάρ εσωτερικά στην μονάδα ελέγχου με την βοήθεια μιας ηλεκτρικής αντλίας υπερπίεσης (πτερυγωτή αντλία) και μια βαλβίδα αλλαγής με ενσωματωμένη διαρροή αναφοράς (0,5 mm) > η Μονάδα διάγνωσης διαρροής ρεζερβουάρ (DMTL)
Η διάγνωση διαρροής του συστήματος ρεζερβουάρ καυσίμου εκτελείται αυτόματα σε καθορισμένους κύκλους. Εκτελείται σε κανονική λειτουργία μετά την μετάβαση του κινητήρα σε φάση "μετά το σβύσιμο" στην μονάδα ελέγχου. Ο έλεγχος στεγανότητας του συστήματος καυσίμου και εξαερισμού ρεζερβουάρ ακολουθεί πνευματικά. Με μία ηλεκτρική αντλία δημιουργείται μία υπερπίεση, ενώ η κατανάλωση ρεύματος χρησιμεύει σαν μέτρο για την υπερπίεση στο ρεζερβουάρ καυσίμου.
Τρόπος λειτουργίας της διάγνωσης διαρροής του συστήματος ρεζερβουάρ καυσίμου:
Σε κανονική λειτουργία η βαλβίδα αλλαγής που είναι ενσωματωμένη στην μονάδα βρίσκεται σε θέση ανακυκλοφορίας, δηλαδή το ρεζερβουάρ συνδέεται μέσω του δοχείου ενεργού άνθρακα με το περιβάλλον και εγγυάται την ανακυκλοφορία στο δοχείο ενεργού άνθρακα, κατά το άνοιγμα της βαλβίδας εξαερισμού ρεζερβουάρ (TEV).
Η διάγνωση εκτελείται σε κανονική λειτουργία μετά την μετάβαση του κινητήρα σε φάση "μετά το σβύσιμο" στην μονάδα ελέγχου. Η βαλβίδα εξαερισμού του ρεζερβουάρ καυσίμου είναι σε αυτή τη φάση πάντα κλειστή. Πρώτα καθορίζεται το ρεύμα αναφοράς κατά την άντληση μέσω της διαρροής αναφοράς μέσω της βαλβίδας αλλαγής στο περιβάλλον. Κατόπιν η βαλβίδα αλλαγής αλλάζει στην θέση διάγνωσης από θέση ανακυκλοφορίας, ώστε να αντληθεί φρέσκος αέρας στο ρεζερβουάρ. Επειδή η πίεση του ρεζερβουάρ καυσίμου αντιστοιχεί αρχικά στην πίεση περιβάλλοντος, είναι και το ρεύμα της αντλίας χαμηλό. Με αυξανόμενη υπερπίεση του ρεζερβουάρ καυσίμου αυξάνει και το ρεύμα της αντλίας. Σε περίπτωση υπέρβασης του ρεύματος αναφοράς που μετρήθηκε προηγουμένως μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα τερματίζεται η διάγνωση και το σύστημα του ρεζερβουάρ καυσίμου θεωρείται ότι είναι στεγανό. Αν δεν επιτευχθεί το ρεύμα αναφοράς που καθορίστηκε προηγούμενα μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, τότε το σύστημα του ρεζερβουάρ καυσίμου δεν είναι στεγανό και η διάγνωση τερματίζεται. Στη μνήμη βλαβών της μονάδας ελέγχου DME καταχωρείται η αντίστοιχη βλάβη. Μετά τον τερματισμό η βαλβίδα αλλαγής επιστρέφει πάλι στη θέση ανακυκλοφορίας (χωρίς ρεύμα) και τερματίζεται η παράταση λειτουργίας των μονάδων ελέγχου.
Το DMTL είναι πλήρως διαγνώσιμο. Αν κατά τη διάρκεια λειτουργίας του κινητήρα παρουσιαστεί μία βλάβη, τότε πραγματοποιείται η αντίστοιχη καταχώριση στη μνήμη βλαβών της DME. Για τον έλεγχο λειτουργίας και αναζήτησης βλάβης το πρόγραμμα διάγνωσης παρέχει την δυνατότητα ενεργοποίησης του ελέγχου συστήματος μέσω του DIS-Tester / MoDiC/ GT-1